κέφαλον

κέφαλον
κέφαλον, τὸ (Α)
φρ. «ἐπὶ κέφαλα» — με το κεφάλι προς τα κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μεταπλασμένος τ. τού κεφαλή με αλλαγή γένους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Κέφαλον — Κέφαλος mullet masc acc sg Κεφάλων masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέφαλον — κέφαλος mullet masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικέφαλον — τὸ, Α καθετί που τοποθετείται ως κεφαλή γύρω από κάτι ή πάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κέφαλον (< κεφαλή), πρβλ. προσ κέφαλον] …   Dictionary of Greek

  • SABURRA — in naves firmamenti gratiâ recepta est. Graeci eam ἕρμα vocant. Hesych. Ε῞ρμα, τὸ την` ναῦν ἔρειςμα ςτηρίζον. Festo hinc Herma quoque: unde etiam, inquit, Mercurii nomen invenoris, ut putabant, firmae orationis dictum. Sed et κεφαλὶς, et κέφαλον …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ζυγοκέφαλον — ζυγοκέφαλον, τό (Α) έγγειος φόρος που δινόταν σε χρήμα ή είδος ανάλογα με τον αριθμό τών αροτριώντων ζευγών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + κεφαλον (< κεφαλή)] …   Dictionary of Greek

  • μυιοκέφαλον — και μυοκέφαλον, τὸ (ΑΜ) νόσος τών οφθαλμών κατά την οποία εξέρχεται από τον κερατοειδή χιτώνα σταφυλοειδής φλύκταινα η οποία εξέχει σαν κεφάλι μύγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυῖα «μύγα» + κεφαλή (πρβλ. κυνο κέφαλον)] …   Dictionary of Greek

  • σπειροκέφαλον — τὸ, Α η βάση κίονα και το κιονόκρανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπεῖρα + κεφαλή (πρβλ. μυο κέφαλον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”